υστερω

υστερω
    ὑστέρω
    adv. позже, после Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υστερω" в других словарях:

  • υστερώ — υστερώ, υστέρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… …   Dictionary of Greek

  • υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑστερῶ — ὑστερέω to be behind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑστερέω to be behind pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρω — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc dual ὕστερον the afterbirth neut gen sg (doric aeolic) ὕστερος latter masc/neut nom/voc/acc dual ὕστερος latter masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρῳ — ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὕστερος latter masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρωι — ὑστέρῳ , ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὑστέρῳ , ὕστερος latter masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυστερώ — ἐφυστερῶ, έω (Α) 1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.) 2. γίνομαι ύστερα 3. (με γεν.) μένω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)] …   Dictionary of Greek

  • καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο …   Dictionary of Greek

  • καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»